ὑπερορῶ

ὑπερορῶ
ὑ̱περορῶ , ὑπεροράω
look over
imperf ind mp 2nd sg
ὑπεροράω
look over
pres imperat mp 2nd sg
ὑπεροράω
look over
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ὑπεροράω
look over
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ὑπεροράω
look over
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
ὑπεροράω
look over
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
ὑπεροράω
look over
pres imperat mid 2nd sg
ὑπεροράω
look over
pres imperat mp 2nd sg (epic)
ὑπεροράω
look over
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ὑπεροράω
look over
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ὑπεροράω
look over
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
ὑπεροράω
look over
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
ὑπεροράω
look over
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
ὑπεροράω
look over
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
ὑπεροράω
look over
imperf ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπερορώ — άω, και ιων. τ. ὑπερορέω, Α [ὀρῶ] 1. βλέπω από ένα ψηλότερο σημείο προς κάτι που βρίσκεται από κάτω, βλέπω κάτι από πάνω («ἵνα μὴ φοβέηται τὰ ὑποζύγια τὴν θάλασσαν ὑπερορέοντα καὶ οἱ ἵπποι», Ηρόδ.) 2. ανέχομαι, παραβλέπω κάτι («τὴν ὕβριν… …   Dictionary of Greek

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • υπέροψις — όψεως, ἡ, Α υπεροψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑπεροψ τού ὑπερορῶ «παραβλέπω» (πρβλ. μέλλ. ὑπερόψ ομαι) + κατάλ. ις] …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπερβλέπω — Α (κατά τον Φώτ.) «ὑπερορώ» …   Dictionary of Greek

  • υπεροπτεύω — Α [ὑπερόπτης / ὑπέροπτος] ὑπερορῶ* …   Dictionary of Greek

  • υπερορατικός — ή, όν, Α [ὑπερορῶ] υπεροπτικός …   Dictionary of Greek

  • υπερόρασις — άσεως, ἡ, Α [ὑπερορῶ] καταφρόνηση, περιφρόνηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”